- εμπορομπακάλης
- οέμπορος που κάνει χοντρικό εμπόριο, που αγοράζει και πουλάει σε μεγάλες ποσότητες εδώδιμα και αποικιακά προϊόντα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εμπορομπακάλης — ο θηλ. ισσα και αινα μεγαλέμπορος ειδών μπακαλικής (πρβλ. εμπορομεσίτης) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έμπορος — Το άτομο που, με στόχο το κέρδος, αγοράζει και πουλάει φυσικά ή τεχνητά προϊόντα. Στην αρχαιότητα έ. ονομαζόταν εκείνος που μετέφερε προϊόντα της εργασίας του στην πόλη για να τα πουλήσει. Αντίθετα, όσοι μεταπωλούσαν είδη στην αγορά ονομάζονταν… … Dictionary of Greek